- προμηκικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμήκη μυελό («το κέντρο τής αναπνοής είναι κέντρο προμηκικό»).επίρρ...προμηκικῶς Αμαθ. με τη χρήση άνισων παραγόντων («ἵνα ἐπιπεδωθῇ προμηκικῶς πλευρά [τοῡ ἀριθμοῡ χίλια]», Ιάμβλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προμήκης. Η λ. στο θηλ. τ. προμηκική (παράλυσις) μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.